- φαλακρῷ
- φαλακρόςbaldheadedmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαλακρώ — (I) άω, Μ [φαλακρός] είμαι ή γίνομαι φαλακρός. (II) όω, Α βλ. φαλακρώνω … Dictionary of Greek
φαλακρώνω — φαλακρῶ, όω, Α [φαλακρός] κάνω κάποιον φαλακρό νεοελλ. (αμτβ.) γίνομαι φαλακρός αρχ. μέσ. φαλακροῡμαι, όομαι γίνομαι φαλακρός, κάνω φαλάκρα … Dictionary of Greek
φαλάκρωμα — το, ΝΜΑ [φαλακρῶ, ώνω] η φαλάκρωση αρχ. 1. φαλακρή κεφαλή 2. φαλακρό μέρος («κεφαλῆς φαλακρώματα ἐχούσης πολλά», Ιωάνν. Χρυσ.) … Dictionary of Greek
φαλάκρωση — η / φαλάκρωσις, ώσεως, ΝΑ [φαλακρῶ, ώνω] σχηματισμός φαλάκρας … Dictionary of Greek
φαλακρός — ή, ό / φαλακρός, ά, όν, ΝΜΑ, και φαρακλός Ν αυτός που έχει φαλάκρα (α. «τόσο νέος και είναι φαλακρός» β. «φαλακρὸς τὴν κεφαλήν, τὴν δ ὄψιν ἐρρυτιδωμένος», Λουκιαν.) νεοελλ. 1. (για βράχο ή όρος) άδενδρος, γυμνός («φαλακρή πλαγιά») 2. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek